- ψυχοπονιάρικος
- -η, -οβλ. ψυχοπονιάρης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψυχοπονιάρικος — η, ο, Ν [ψυχοπονιάρης] ψυχοπονιάρης … Dictionary of Greek